φωσφορυλάση

φωσφορυλάση
η, Ν
(βιοχ.) α) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν την προοδευτική αποικοδόμηση πολυσακχαριτών, τών οποίων δομική μονάδα είναι η γλυκόζη, με φωσφορόλυση
β) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά μιας ομάδας γλυκόζης από έναν ολιγοσακχαρίτη ή από έναν πολυσακχαρίτη, τού οποίου δομική μονάδα είναι η γλυκόζη, στο ορθοφωσφορικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphorylase < phosphoryl (< phosphor[< φωσφόρος] + κατάλ. -yl τής χημ. ορολογίας) + κατάλ. -ase τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… …   Dictionary of Greek

  • πολυνουκλεοτιδικός — ή, ό, Ν 1. (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολυνουκλεοτίδιο 2. φρ. α) «πολυνουκλεοτιδική κινάση» (βιοχ.) ένζυμο που προσθέτει μια φωσφορυλομάδα στο 5 άκρο τής αλυσίδας τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η οποία χρησιμοποιείται για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”