- φωσφορυλάση
- η, Ν(βιοχ.) α) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν την προοδευτική αποικοδόμηση πολυσακχαριτών, τών οποίων δομική μονάδα είναι η γλυκόζη, με φωσφορόλυσηβ) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά μιας ομάδας γλυκόζης από έναν ολιγοσακχαρίτη ή από έναν πολυσακχαρίτη, τού οποίου δομική μονάδα είναι η γλυκόζη, στο ορθοφωσφορικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphorylase < phosphoryl (< phosphor[< φωσφόρος] + κατάλ. -yl τής χημ. ορολογίας) + κατάλ. -ase τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.